πεδοτρεφής

πεδοτρεφής
-ές, Μ
(για πηγή) αυτός που τρέφεται από τη γη («πεδοτρεφὲς ὕδωρ», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέδον «έδαφος» + -τρεφής (< τρέφω), πρβλ. υδατο-τρεφής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”